- προσδραμών
- προστρέχωrun toaor part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυλικοφόρος — κυλικοφόρος, ον (Α) (για τρίποδες) αυτός που φέρει κύλικες («προσδραμών ὁ Θεαγένης ἑνί τῶν κυλικοφόρων τριπόδων», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, ικ ος + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek